δακτυλοκαμψόδυνος

δακτυλοκαμψόδυνος
δακτυλο-καμψ-όδυνος, ψῆφος, durch Fingerbeugen Schmerz verursachend (sich die Finger krumm zählen)

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δακτυλοκαμψόδυνος — δακτυλοκαμψόδυνος, ον (Α) αυτός που καταπονεί τα δάχτυλα κρατώντας τα λυγισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκτυλος + καμψόδυνος «κουλουριασμένος από τους πόνους»] …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”